- μποϋκοτάρω
- βλ. μποϊκοτάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μποϊκοτάρω — και μποϋκοτάρω κάνω μποϊκοτάζ εναντίον κάποιου, ενεργώ οικονομικό αποκλεισμό εναντίον του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. boycott + κατάλ. άρω] … Dictionary of Greek